συνδιδασκαλία

συνδιδασκαλία
η
1. κοινή διδασκαλία σε αγόρια και κορίτσια μαζί.
2. διδασκαλία σε δύο τμήματα μαζί: Απουσίασε κάποιος καθηγητής και έτσι σε δύο τμήματα μαζί έγινε συνδιδασκαλία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • συνδιδασκαλία — η, Ν 1. κοινή διδασκαλία σε μαθητές και τών δύο φύλων 2. διδασκαλία μαθητών δύο ή περισσότερων τάξεων σε κοινό πρόγραμμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + διδασκαλία. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στον Χ. Παπαμάρκου] …   Dictionary of Greek

  • συνδιδακτικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη συνδιδασκαλία 2. φρ. «συνδιδακτική μέθοδος» μέθοδος διδασκαλίας κατά την οποία όλοι οι μαθητές μιας τάξης διδάσκονται ταυτόχρονα από έναν δάσκαλο, σε αντιδιαστολή προς την αλληλοδιδακτική μέθοδο. επίρρ …   Dictionary of Greek

  • συν- — και με τις μορφές συ , συγ , συμ , συλ και συρ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση σύν*. Η πρόθεση σύν εν συνθέσει, πριν από τα χειλικά σύμφωνα β, μ, π, φ, ψ, τρέπει το ν σε μ (πρβλ. συμ βάλλω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”