- συνδιδασκαλία
- η1. κοινή διδασκαλία σε αγόρια και κορίτσια μαζί.2. διδασκαλία σε δύο τμήματα μαζί: Απουσίασε κάποιος καθηγητής και έτσι σε δύο τμήματα μαζί έγινε συνδιδασκαλία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.